Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

οἱ καθαρειότεροι

См. также в других словарях:

  • καθαρειότεροι — καθάρειος cleanly masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθάριος — α, ο (AM καθάριος, ον, Α και καθάρειος, ον) καθαρός, παστρικός νεοελλ. 1. σίγουρος, αναπόφευκτος, αυτός που με απόλυτη βεβαιότητα θα συμβεί («αφύσικος πραματευτής καθάριος διακονιάρης» αυτός που εμπορεύεται αλόγιστα χρεωκοπεί αναπόφευκτα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»